ωμόφρων

ωμόφρων
-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει ωμό φρόνημα, σκληρή ψυχή, άσπλαχνος
2. μτφ. (για πράγμ.) αυτός που διακρίνεται για τη μεγάλη του αντοχή, ανθεκτικός («ὠμόφρων σίδαρος», Αισχύλ.).
επίρρ...
ὠμοφρόνως Α
με ωμότητα φρονήματος, με σκληρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὠμόφρων — savage minded masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοφρόνως — ὠμόφρων savage minded indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμόφρονα — ὠμόφρων savage minded masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμόφρονες — ὠμόφρων savage minded masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμόφρονος — ὠμόφρων savage minded masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Grüngestreifter Grundkäfer — (Omophron limbatum) Systematik Klasse: Insekten (Insecta) Ordnung …   Deutsch Wikipedia

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • ωμοφροσύνη — ἡ, Μ [ὠμόφρων] ωμότητα ψυχής, σκληρότητα …   Dictionary of Greek

  • ωμοφρόνως — Α επίρρ. βλ. ὠμόφρων …   Dictionary of Greek

  • ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”